- πτωτικός
- -ή, -ό / πτωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πτωτός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.)νεοελλ.αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το δολάριο συνέχισε την πτωτική του πορεία»)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτωτικὸνειδική περίπτωση ενός προβλήματος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πτωτικάτα τέσσερα ονοματικά μέρη τού λόγου3. φρ. «πτωτικὸν σχῆμα»(ρητ.) σχήμα κατά το οποίο δύο ή και περισσότερες πτώσεις τού ίδιου ονόματος ακολουθούν η μία μετά την άλλη.
Dictionary of Greek. 2013.